Sõna work tõlge inglise-kreeka
- έργοΑπό την πλευρά του Συμβουλίου, είναι ένα έργο σε εξέλιξη. On the Council's part, it is a work in progress.
- δουλειάΚάνατε όντως εξαιρετική δουλειά. You have done some excellent work.
- δουλεύω
- εργάζομαι
- εργασίαΔεύτερον: η εργασία πρέπει να είναι αμειβόμενη εργασία. Secondly: work has to be paid work.
- εργασιακός
- λειτουργώ
Populaarsed tõlked
Parimad sõnaraamatud